Αγαπητοί μου φίλοι

Σας ευχαριστώ όλους και καθέναν ξεχωριστά από καρδιάς για τα καλά σας λόγια και τις ευχές για «Καλή Ανάσταση» και φυσικά για την τιμή που μου κάνατε να «συνομιλήσετε» μαζί μου κρίνοντας ότι οι απαντήσεις μου στα ερωτήματά σας θα έχουν κάποιο ενδιαφέρον για σας και για τους αναγνώστες τού εντύπου το οποίο φιλοτεχνείτε. Ευχαρίστως απαντώ στις ερωτήσεις σας υπογραμμίζοντας ότι προσπάθησα να είμαι όσο γίνεται πιο σύντομος. Εντούτοις, η καταγραφή μιας πληθώρας γεγονότων και αισθημάτων ολόκληρης ζωής δεν μπορεί να συμπιεστεί σε δυο τρεις αράδες χωρίς να φανεί επιλήσμων και στενόκαρδη για όσα παραλείπονται. Βεβαίως έχετε την ευχέρεια να περικόψετε για τις ανάγκες τής εργασίας σας ό,τι κρίνετε απαραίτητο. Σας εύχομαι καλή επιτυχία στις εξετάσεις σας και όλες οι προσδοκίες σας να γίνουν πραγματικότητα. Έχω την ελπίδα ότι το καλοκαίρι που θα βρίσκομαι στο χωριό μας (τέλος Ιουνίου και Ιούλιο) μπορεί να γνωριστούμε και να τα πούμε κι από κοντά. Τέλος, θα ήταν παράλειψή μου να μην ευχαριστήσω το σχολείο και τους καθηγητές σας και ιδιαίτερα την εκλεκτή φιλόλογο κυρία Κωνσταντίνα Παρμάκη για την ευγενική συνεργασία της η οποία διευκόλυνε την προσπάθειά μου.

Με ιδιαίτερη εκτίμηση

Δημήτρης Πιστικός

Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με την ποίηση; Ήταν προσωπική αναζήτηση ή επίδραση του περιβάλλοντος (οικογενειακού, σχολικού, κοινωνικού) στο οποίο μεγαλώσατε;

Πρόκειται για μια μακρόχρονη πορεία. Άρχισα να γράφω στίχους από την Τετάρτη τάξη δημοτικού. Φυσικά δεν μιλάμε για κάποια συνειδητή και μόνιμη ενασχόληση αλλά για πρωτόλεια και ψελλίσματα ποικίλων αισθημάτων. Υπήρχε μέσα μου, ως φαίνεται, μια εσωτερική διάθεση. Οπωσδήποτε το πλούσιο περιβάλλον (φυσικό και ανθρώπινο) άσκησε επάνω μου βαθειά επίδραση. Τα πρώτα ερεθίσματα ήταν τα τραγούδια τής μάνας μου που ήταν από τη Ζάκυνθο η οποία τραγουδούσε καλλίφωνα καντάδες τής πατρίδας της και πλήθος δημοτικών τραγουδιών. Μας νανούριζε με την «Ξανθούλα» τού Διονυσίου Σολωμού. Μια άλλη αφετηρία ήταν το περίφημο αναγνωστικό τής δευτέρας δημοτικού με ωραία παιδικά ποιήματα γνωστών ποιητών και με όμορφες εικόνες. Η αρρώστια τού πατέρα μου, που έλειψε για διάστημα ενός έτους σε νοσοκομείο τής Πεντέλης, ήταν μια άλλη πηγή που με παρακινούσε να εκφράσω σε στίχους τα συναισθήματά μου. Επίσης η αρρώστια μιας συμμαθήτριάς μου, η οποία σταμάτησε προσωρινά το σχολείο και έφυγε για νοσηλεία στην Αθήνα, μ’ έκανε να γράψω μια έκθεση γεμάτη νεανικά αισθήματα φιλαλληλίας, συμπόνιας και αγάπης η οποία επαινέθηκε από τον δάσκαλό μας και με φόρτωσε ευθύνη. Ο περίγυρος, εξάλλου, με τα δημοτικά τραγούδια και το τοπίο με τις ομορφιές και την πλούσια αγροτική, ποιμενική, θρησκευτική και κοινοτική ζωή ήταν ένας φωτεινός και απέραντος κόσμος που ζητούσε να εκφραστεί μέσα από τη νεανική μούσα μου. Τα κάλαντα και η τυφλή γριούλα Ελένη από την Κόνισκα, απέναντι από το σπίτι μας που απάγγελνε το «Σήμερα μαύρος ουρανός» τής Μεγάλης Παρασκευής ή αφηγούνταν παραλλαγμένο τον αρχαίο αιτωλικό μύθο τού Μελέαγρου. Στην Πέμπτη δημοτικού καθοριστική υπήρξε η επαφή μου με τις «Παλιές Αγάπες» τού Ανδρέα Καρκαβίτσα. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν, θαρρώ, η ανάγκη μου να μιλήσω μία άλλη γλώσσα στηριγμένη στο ρυθμό και την αρμονία και να μιλήσω γι’ αυτόν τον απλό κόσμο, με τις χαρές και τις λύπες του. Κάποτε είπα ότι ο τόπος μας είναι κλεισμένος από βουνά. Ο μόνος τρόπος να ελευθερωθείς είναι να πετάξεις ψηλά ή να βουλιάξεις στα βαρκά. Δεν είχα άλλη διέξοδο. Προσπάθησα να πετάξω. Ο χρόνος θα δείξει αν το κατάφερα.

Είχατε συγκεκριμένο/ η δημιουργό ως πρότυπο, όταν ξεκινήσατε τη δική σας πορεία στο χώρο της συγγραφής;

Στην πρώτη φάση τής ποιητικής μου πορείας είχα ως πρότυπα τους ελάσσονες λυρικούς των αναγνωστικών βιβλίων τού δημοτικού σχολείου. Ακολούθως με τη σειρά ο Σολωμός, ο Παλαμάς και ο Χατζόπουλος, υπήρξαν τα πρώιμα πρότυπά μου. Η καταλυτικότερη επίδραση ασκήθηκε πάνω μου από τον Διονύσιο Σολωμό λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά και λόγω της ζακυνθινής μητέρας μου. Αργότερα προστέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από ελάσσονες και μείζονες Έλληνες και ξένους λυρικούς, οι μεγάλοι τραγικοί και πάνω απ’ όλους, διαχρονικά, ο γενάρχης τής ελληνικής ποίησης κι ο μεγαλύτερος ποιητής τής παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Όμηρος. Εδώ να προσθέσω ότι ακόμα και ο πιο άγνωστος Έλληνας ποιητής (κάθε εποχής) κάτι είχε να με διδάξει ώσπου να συναντήσω κατόπιν, πιο έτοιμος, τους ποιητές τού μοντερνισμού (Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη). Ο Καβάφης και ο Σικελιανός έπαιξαν κι αυτοί το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της ποιητικής μου. Να σημειώσω εδώ ότι από ένα σημείο και μετά η πορεία μου καθίσταται αυτόνομη οπότε τα «πρότυπα» προσφέρονται για γόνιμες συνομιλίες, προκαλούν επιδράσεις, ακόμα και αντιρρητικές.

Τι αντιπροσωπεύει για σας η ποίηση και η γλώσσα γενικότερα;

Την ανάγκη μου να εκφράζω αισθήματα σε μια γλώσσα γεμάτη σύμβολα, αλληγορίες, μεταφορές, παρομοιώσεις. Και θεωρώ ευτύχημα που έτυχε να γεννηθώ σε μια πατρίδα που μου χάρισε μια γλώσσα μακραίωνη, μουσική και σφυρηλατημένη από αθάνατους ποιητές που ακόμα και στον μεσαίωνα εξακολουθούσαν να δίνουν εξαιρετικά έργα με τη μορφή τής θύραθεν ή της χριστιανικής υμνογραφίας. Ο Σολωμός είχε πει κάτι που με εκφράζει απόλυτα: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Για μένα η ποίηση είναι σε γενικές γραμμές η μητέρα τής ελευθερίας και της γλώσσας. Θα προσέθετα και την δικαιοσύνη με όλες τις εκφάνσεις της καθώς και την αισθητική ομορφιά. Και την θεωρώ πάντοτε ως τέχνη κοινής ωφελείας που εκφράζει τον κόσμο, πονά για τον κόσμο και τον οραματίζεται δικαιότερο, αθωότερο και οικουμενικότερο.

Τι πυροδοτεί την έμπνευσή σας; Είναι δυσκολότερο να «δουλέψετε» μία ιδέα, ένα ερέθισμα ή να το αγνοήσετε/ απορρίψετε;

Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Η έμπνευση δεν είναι κάτι μαγικό ούτε όμως και μπορεί να ορισθεί. Μπορεί να είναι μια στιγμή συγκίνησης, μια εικόνα, μια μουσική, μια φράση, μια χειρονομία. Μπορεί να είναι ένα συναίσθημα πόνου, χαράς, απογοήτευσης. Η ποίηση ξεδιψά από αμέτρητες πηγές και διαθέτει ως εργαλείο της τη γλώσσα την οποία διαρκώς φρεσκάρει και ανανοηματοδοτεί. Μόνο που η έμπνευση είναι μια σπίθα, δεν κρατάει πολύ. Ο ποιητής σε δεύτερο επίπεδο σηκώνει τα μανίκια του και δουλεύει την πρώτη ιδέα, όπως ο γλύπτης και ο ζωγράφος. Τίποτε δεν είναι μονοσήμαντα εύκολο ή δύσκολο. Τις ευκολίες και τις δυσκολίες τις αντιπαρέρχεται με τη σκευή του και ενίοτε τις δημιουργεί ο ίδιος ως νομοθέτης τού έργου του. Όταν μια ιδέα ή ένα ερέθισμα δεν είναι γόνιμο ή ισχυρό παραμένει στη σκιά. Ο νόμος τής ιδιοποίησης, της οικειοποίησης και της απόρριψης λειτουργεί αθόρυβα όμως αποτελεσματικά.

Γιατί ένας νέος να διαβάσει ποίηση; [σημειώστε ότι αυτή τη στιγμή διαβάζουμε ποιήματα υποχρεωτικά για να πετύχουμε καλύτερη επίδοση στις εξετάσεις]

Νομίζω ότι από τα παραπάνω προκύπτει η διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων να εκφράζονται με τη γλώσσα τής τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ποίηση). Με τη μουσική η ποίηση συνοδοιπόρησε πολλούς αιώνες, πολύ προτού ο άνθρωπος εφεύρει τη γραφή. Ο Σιμωνίδης έλεγε ότι η ποίηση είναι «ζωγραφία λαλούσα». Και είχε δίκιο γιατί η ποίηση συνήθως εκφράζεται με εικόνες και μεταφορές. Η ποίηση καλλιεργεί την ευαισθησία των νέων, συντονίζει τον ρυθμό, ανοίγει την φαντασία, τους συνηθίζει στον γλαφυρό και αφαιρετικό λόγο και τους διδάσκει με το δικό της τρόπο αξίες διαχρονικές. Επίσης τους εξοπλίζει με τη δύναμη της παράδοσης και τους φέρνει σε επαφή με τα έργα των ποιητών που είναι έργα με πανανθρώπινη αξία. Να μην ξεχνάμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ως βάση τής παιδείας τους τα ομηρικά έπη. Στα θέατρα ο λαός παρακολουθούσε τα έργα των τραγικών ποιητών με τα αισθήματα που διατυπώνει ο Αριστοτέλης στον πασίγνωστο ορισμό του για την τραγωδία. Στις γιορτές και στα συμπόσια οι λυρικοί ποιητές έδιναν τον τόνο. Οι ανώνυμοι λαϊκοί ποιητές μάς έδωσαν πολύτιμα δημοτικά τραγούδια με στίχους εκλεκτής ποίησης. Θα ήταν τραγικό σε μια χώρα με τόση μεγάλη ποιητική παράδοση να αγνοείται η ποίηση και να διδάσκεται στα σχολεία μας μονάχα η τεχνολογία και οι θετικές επιστήμες. Είναι απαράδεκτο να ακούει ο μαθητής τούς Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς και τους Γιαπωνέζους να μιλούν για τον Όμηρο και για την αρχαία ελληνική ποίηση κι αυτός να μη έχει ιδέα. Όπως επίσης να έχει κατακτήσει η χώρα του δύο βραβεία Νόμπελ ποίησης (Σεφέρης και Ελύτης) καθώς και δύο βραβεία Λένιν (Βάρναλης και Ρίτσος) και να μη γνωρίζει κάτι από το έργο τους.

Θεωρείτε ότι η γλώσσα των νέων (νεανική αργκό) αποτελεί απειλή για την ελληνική γλώσσα;

Έχω την αίσθηση ότι η γλώσσα των νέων όπως και η γλώσσα διαφόρων κοινωνικών ομάδων (π.χ. των στρατιωτών, των ναυτικών, των περιθωριακών κ.λπ) είναι μια γλώσσα που εξυπηρετεί προσωρινές ανάγκες επικοινωνίας, εντελώς επιφανειακές και όχι ουσιαστικές. Η μίμηση, η τάση διαφοροποίησης, η αντίδραση σε κατεστημένες γλωσσικές «κανονικότητες», η πρόκληση κ.λπ, είναι χαρακτηριστικά των εκάστοτε νέων ανθρώπων και αντικατοπτρίζει το αποκαλούμενο «χάσμα των γενεών». Θα μπορούσα να μιλήσω για «μόδα» αλλά πιθανόν να μην ακριβολογούσα. Η γλώσσα ασφαλώς δεν κινδυνεύει από την αργκό. Απεναντίας μάλιστα μπορώ να ισχυριστώ ότι εμπλουτίζει την γλώσσα με νέες λέξεις και εκφράσεις μερικές από τις οποίες προστίθενται στον γλωσσικό μας θησαυρό. Άλλωστε η γλώσσα, όπως όλα τα πράγματα υπόκεινται στην ηρακλείτεια ροή. Εξελίσσεται. Δεν μιλάμε σήμερα με τον τρόπο του Ηρόδοτου ή του Δημοσθένη και ασφαλώς οι επόμενες γενιές δεν θα μιλούν και δεν θα γράφουν όπως μιλούμε και γράφουμε εμείς. Σήμερα, ενόψει της παγκοσμιοποίησης η ελληνική γλώσσα (όπως και άλλες γλώσσες) κινδυνεύει περισσότερο από τον ιμπεριαλιστικό δυναμισμό τής αγγλικής που έχει de facto αλλά και de jure (εκ των πραγμάτων αλλά και εκ νομοθετικών διατάξεων) καθιερωθεί ως διεθνής γλώσσα. Κατά τη γνώμη μου, η λεξιπενία των νέων και η αγγλοσαξονισμοί είναι πιο επικίνδυνοι από την αργκό.

Ποια η άποψή σας για την ντοπιολαλιά; Συχνά νιώθουμε αμηχανία, όταν κάποιος μας σχολιάζει γι’ αυτή.

Η ελληνική γλώσσα μιλιέται συνεχώς και αδιαλείπτως (άγνωστο πόσους αιώνες) και γράφεται τουλάχιστον από τους μυκηναϊκούς χρόνους (γραμμική γραφή Β). Θεωρώ πως είναι φυσικό λόγω τής γεωγραφικής φύσης τού ελλαδικού χώρου (δυσκολία επικοινωνίας, διαφορές κλίματος, ιδιοσυγκρασία, βαθμός πολιτιστικής ανάπτυξης κ.λπ) να υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Ήδη από την αρχαιότητα ξέρουμε ότι οι Έλληνες πρόγονοί μας μιλούσαν με διαφορετικές διαλέκτους. Αιολική, Ιωνική, Δωρική και άλλες. Αυτή η διαφορετικότητα δεν σημαίνει διαφορετική γλώσσα αλλά διαφορετική προφορά. Έτσι και η χαρακτηριστική πλούσια και χυμώδης ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά (και εννοώ την προφορά της) έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. «Αγνωστότατοι δε γλώσσαν» αναφέρει για τους Αιτωλούς ο όχι και τόσο αμερόληπτος στο σημείο αυτό Θουκυδίδης. Με τον όρο «ντοπιολαλιά» έχω την άποψη ότι μιλάμε για την προφορά της και όχι για την τυπολογία της. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι πλούτος μιας γλώσσας οι διάλεκτοι και οι ντοπιολαλιές όπως πολύ ορθά τις ονομάζετε. Δίνουν χρώμα και ακρίβεια στα νοήματα. Π.χ. όταν λέμε στη ντοπιολαλιά «αντικιασμός» εννοούμε «κατά προσέγγιση, πρόχειρο υπολογισμό». Όταν λέμε «σατύλι» εννοούμε τον μεταλλικό γαλβανισμένο κουβά με τον οποίο αντλούσαμε νερό από τα πηγάδια που κάποτε αφθονούσαν στο χωριό μας. Κάποτε, φοιτητής ακόμα τής Νομικής, είχα επιχειρήσει να μαζέψω τέτοιες λέξεις που άκουγα από τους απλούς συγχωριανούς. Το πόσο πλούσια είναι αυτή η ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά το βλέπει κανένας διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Υποθέτω ότι αυτή η ντοπιολαλιά έκαμε τους Τούρκους τής περιοχής να ξεχάσουν ακόμα και τη γλώσσα τους και να μιλούν ελληνικά στα 1668 όπως διασώζει ο Εβλιά Τσελεμπή σε οδοιπορικό του. Το κόψιμο των φωνηέντων είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα που ευτυχώς σήμερα περιορίζεται και τείνει να εξαφανιστεί. Το θέμα είναι ότι αλλιώς μιλάμε κι αλλιώς γράφουμε ή διαβάζουμε. Η πλούσια ντοπιολαλιά, ως στοιχείο τής ταυτότητάς μας δεν πρέπει να μας δημιουργεί αμηχανία αλλά να μας παρακινεί να την βελτιώσουμε προφέροντας τα φωνήεντα που τα κόβουμε, υποθέτω χάρη συντομίας και φυσικά μακρόχρονης συνήθειας.

Υπήρξατε κι εσείς νέος από την επαρχία. Σε ποιο βαθμό η καταγωγή επηρέασε (θετικά ή αρνητικά) την εξέλιξη και το έργο σας; Εσείς τη θεωρήσατε ποτέ εμπόδιο;

Η καταγωγή μου είναι αυτή που με εφοδίασε με στοιχεία που αποτελούν την ταυτότητά μου. Είμαι περήφανος που γεννήθηκα σ’ αυτό τον τόπο. Η ζωή μου, παρά τις δυσκολίες εκείνου τού καιρού, υπήρξε μια ατελείωτη μαθητεία στην ομορφιά, στην ιστορία, στις παραδόσεις του. Κάποια ποιήματα και κείμενά μου αναφέρονται στην κοιτίδα μου. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ δεν διστάζω να μιλώ με αγάπη για τον τόπο όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και όπου συχνά επανέρχομαι σαν προσκυνητής για να ανασάνω τον αέρα, να δροσιστώ από τις πηγές του, να αφήσω τη ματιά μου να περιπλανηθεί στον κάμπο, στα λιοστάσια και στην πανέμορφη Τριχωνίδα. Εδώ, η κάθε τοποθεσία μού θυμίζει ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τοποθεσίες και παραδόσεις, θρύλοι και γεγονότα μου δίνουν ποιητικές εμπνεύσεις. Για παράδειγμα η τοποθεσία τής Τραγάς, ένα μαγευτικό τοπίο με πηγές και πανύψηλα δέντρα (που δυστυχώς σήμερα την έχουν εξαφανίσει) λίγο πιο κάτω από τα Σαγονέικα που έφτανε ως το νερόμυλο του Ζυγούρη) μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω ένα μεγάλο ποίημα για τη «Νεράιδα τής Τραγάς», βασισμένο σ’ ένα λαϊκό θρύλο και δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αιτωλικά». Και φυσικά γυρίζω ν’ ανάψω το καντήλι στους τάφους των γονιών μου, να ανταμώσω με τους παλιούς μου φίλους, (όσους δεν σκόρπισε στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα ο αγώνας για την επιβίωση), να μιλήσω με τους απλούς ανθρώπους να αφουγκραστώ τους πόθους τους και να συμμετάσχω στις χαρές και στα βάσανά τους. Αυτή την περηφάνια την διατήρησε ολόκληρη τη ζωή του και ο μεγάλος μας συγχωριανός που δόξασε το χωριό μας στην οικουμένη ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος, ο οποίος είχε κρατήσει ατόφια την ντοπιολαλιά του λες και δεν είχε ποτέ του απομακρυνθεί από τη γενέτειρα.

Ποια συμβουλή θα δίνατε σε μας που είμαστε λίγο πριν την ολοκλήρωση της μαθητικής μας ζωής;

Κατ’ αρχάς, να πιστεύετε στον εαυτό σας. Να συλλογάσθε ελεύθερα όπως έλεγε ο Ρήγας Βελεστινλής. Να κρατάτε ισορροπία ανάμεσα στο «ίδιον» και το «δήμιον» (ιδιωτικό και δημόσιο) καλό και συμφέρον. Να είσαστε περήφανοι για όσα καλά σάς παραδόθηκαν και να τα διατηρείτε στοργικά ώστε να τα παραδώσετε εμπλουτισμένα στις επόμενες γενιές. Να έχετε αίσθηση της συνέχειας και την πίστη ότι είσαστε απόγονοι ενός μικρού αλλά φιλειρηνικού και περήφανου λαού, που για αιώνες κράτησε τις ανθρωπιστικές του αξίες, τη συνοχή και την ταυτότητά του. Ενός λαού που πάλεψε για να κερδίσει και εν συνεχεία διατήρησε την ελευθερία του και αγάπησε την εύφορη γη του, μοχθώντας για να δει ένα καλύτερο μέλλον.

Μοιραστείτε μαζί μας μια παιδική ή εφηβική σας ανάμνηση από τη ζωή σας στο Παναιτώλιο.

Τι να πρωτοθυμηθώ; Στη μνήμη συνωστίζονται τόσα πολλά που δε θα χωρούσαν σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Μιλώ για μια πλούσια σε εικόνες και γεγονότα ζωή και για μια μεγάλη πινακοθήκη με τα πορτραίτα αξέχαστων μορφών που γνώρισα. Θυμάμαι ένα περιστατικό από τη δευτέρα τάξη του δημοτικού. Δεν ξέρω γιατί τα μαθήματά μας γινόντουσαν ένα διάστημα στο χαμηλό σπίτι τού Αλεξανδρή (Βασανιάρη) ο οποίος έπασχε από ανίατη και επώδυνη αρρώστια και ακούγαμε τα βογκητά του από τον λεπτό τοίχο. Κάποτε, γινόταν η βάπτιση ενός κοριτσιού, που η οικογένειά του κατοικούσε στα ακριανά σπίτια τού χωριού, στα Ζυγουρέικα. Θυμάμαι τρέξαμε μ’ ένα φίλο μου να πάρουμε λαχανιασμένοι και ξυπόλητοι τα «συχαρίκια». Η αμοιβή μας ήταν από ένα κομμάτι «κατιμάρι», ένα γλυκό φτιαγμένο με φύλλα και σουσάμι, κι ένα πενηνταράκι με την προτομή τού τότε βασιλιά Παύλου. Μια άλλη εποχή αρμαθιάζαμε καπνό στο σπίτι τού Σπύρου Καπράλου, αδερφού τού μεγάλου μας γλύπτη. Μου άρεσε να σκαρφαλώνω στο πίσω παράθυρο του κατωγιού θαυμάζοντας λίγα γύψινα κεφάλια επάνω σε κάποιο ξύλινο ράφι. Πολλά παιδικά περιστατικά έχουν ως βάση τους τη λίμνη, στα «Μπαΐρια» και ιδιαίτερα στη θέση «Αμπάρια» όπου παριστάναμε τους πειρατές πάνω στις βάρκες των Μαλαματαίων. Σε μια από αυτές, ο Γ. Τ. για να δείξει ότι πληγώθηκε από το τσούρμο τής άλλης βάρκας παραπάτησε κι έπεσε μέσα στο νερό. Ήταν ψυχρός ο καιρός. Τον βγάλαμε στην ακτή, ανάψαμε φωτιά με καλάμια που αποσπάσαμε από το ψαροκάλυβο του Μαλαματά και αφού στύψαμε τα ρούχα του τα απλώσαμε να στεγνώσουν. Φυσικά οι συχνές, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, εξορμήσεις μας στη λίμνη, όσες βεβαίως γινόντουσαν αντιληπτές, αντιμετωπίζονταν με τις αυστηρές τιμωρίες τής εποχής. Αλλά η εφηβεία μου ταυτίζεται με ένα φωτισμένο δάσκαλο, τον Κώστα Τσιμπούκη, ο οποίος είχε ιδρύσει μια θαυμάσια δανειστική Βιβλιοθήκη η οποία στεγαζόταν στο Κοινοτικό Κατάστημα, την οποία κυριολεκτικά «ρούφηξα». Σ’ αυτή την αίθουσα, μαθητής τού εξατάξιου Γυμνασίου Αρρένων Αγρινίου, διασκεύασα τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ και ανεβάσαμε το έργο μαζί με μια μικρή κωμωδία με επιτυχία. Στην τραγωδία πρωταγωνιστούσε ο καταπληκτικός Μήτσος Δημόπουλος (τότε Βουλωμένος) και στην κωμωδία ο Κώστας Καλφούντζος (Άγιος), ο Μάκης Μαλαματάς κι εγώ στο ρόλο τού δικηγόρου που υπερασπιζόταν τον πελάτη του με το επιχείρημα του ακαταλόγιστου λόγω πλήρους συγχύσεως. Τα σκηνικά και τα κοστούμια έγιναν στο σπίτι τού Γεράσιμου Καπρέλη.